Τα γεγονότα μπροστά στη ΔΕΘ, το Σάββατο πριν την ομιλία του George, είναι γνωστά.
Πολλά ερωτήματα προσπάθησαν να απαντήσουν τα κανάλια, άλλα τόσα οι διάφοροι αναλυτές, όπως πχ γιατί τόση βία από την αστυνομία, γιατί τόση υπεροψία από τη πολιτική ηγεσία, γιατί τόση αντίδραση από τους ταξιτζήδες και πολλά άλλα.
Το ερώτημα που δεν έθεσε κανένας, και για αυτό και κανείς δεν έσπευσε να απαντήσει, είναι δυστυχώς ένα: ‘’γιατί τόσο λίγος κόσμος κατέβηκε να διαμαρτυρηθεί’’.
Είμαι κάτοικος της Θεσσαλονίκης. Ζω και εργάζομαι σε αυτή τη πόλη, εδώ είναι οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι παρέες μου.
Καθημερινά βιώνω και αντιλαμβάνομαι όλη την οργή και την αγανάκτηση, που ξεχειλίζει πλέον από όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κομματικής χροιάς, για όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας.
Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, ακούς τα ίδια πράγματα. Οι άνθρωποι γύρω σου, είτε είσαι σε καφετερία, είτε σε ταβέρνα, είτε στο supermarket, είτε στο γήπεδο, είτε σε εμπορικά καταστήματα, είτε στη τράπεζα, όλοι μα όλοι εκφράζουν μια γνήσια όσο και αυθεντική οργή για τα τεκταινόμενα στη χώρα.
Ακριβώς για αυτό το λόγο, οι περισσότεροι εκ των 20.000 αγανακτισμένων και οργισμένων Θεσσαλονικέων αλλά και κατοίκων άλλων γειτονικών πόλεων, που βρέθηκαν μπροστά στη ΔΕΘ το προηγούμενο Σάββατο, για να σταθούν απέναντι στα ΜΑΤ και τις υπόλοιπες ομάδες καταστολής και να εκφράσουν την οργή τους στους πολιτικούς, είχαν το ίδιο απεγνωσμένο βλέμμα στο πρόσωπό τους, την ίδια απορία στα χείλη τους.
‘’Που είναι οι υπόλοιποι;’’
‘’Γιατί είμαστε τόσοι λίγοι;’’
Με πρόσφατες εικόνες στη μνήμη όλων μας, τις μεγάλες συγκεντρώσεις πριν το καλοκαίρι, με τις πλατείες να γεμίζουν από χιλιάδες κόσμο σε Αθήνα, και Θεσσαλονίκη, όλοι μας είχαμε την πεποίθηση πως οι συγκεντρώσεις μπροστά από την ΔΕΘ θα χαρακτηρίζονταν, αν όχι από περισσότερη, τουλάχιστον από παραπλήσια σε όγκο παρουσία του λαού.
Δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Από την προηγούμενη μέρα, άρχισα να λαμβάνω δυσοίωνα μηνύματα.
Ένας φίλος μου είπε πως θα πήγαινε για μπάνιο στη Χαλκιδική.
Ένας άλλος μου είπε πως είχε ήδη κανονίσει για καφέ.
Κάποιος τρίτος μου είπε πως θα πάει να δει τον ποδοσφαιρικό αγώνα του ΠΑΟΚ.
Μια φίλη μου είπε πως θα πάει κομμωτήριο.
Και ο κουμπάρος μου, άνεργος εδώ και ένα χρόνο, μου είπε πως …θα πάνε άλλοι για αυτόν.
Το βράδυ, μετά τα επεισόδια, συναντήθηκα με τους περισσότερους εξ αυτών, στο σπίτι του κουμπάρου μου.
Η συζήτηση, όπως είναι λογικό, επικεντρώθηκε στα επεισόδια, αλλά και στις νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης για τα νέα μέτρα.
Όπως ήταν φυσικό και επακόλουθο, όλοι οι παρευρισκόμενοι, εξέφρασαν την αγωνία τους για το αύριο και την οργή τους για τα νέα μέτρα.
Τόσο οι άνεργοι της παρέας, όσο και οι εργαζόμενοι που βλέπουν καθημερινά τα εργασιακά τους δικαιώματα να συρρικνώνονται και να καταπατούνται με την κάλυψη μιας ‘’νομιμότητας’’ που επενδύει πάνω στην αφαίμαξη της εργατικής τάξης, έδειχναν πολύ προβληματισμένοι και ανήσυχοι για το μέλλον.
Όταν τους ρώτησα όλους, γιατί δεν κατέβηκαν στη πορεία, εφόσον όλα αυτά τους προβληματίζουν και τους εξοργίζουν, οι απαντήσεις που πήρα , μασημένες και με έντονα συναισθήματα τύψεων, δεν ήταν οι ίδιες με τις χθεσινές.
Ναι, πήγαν για καφέ, πήγαν να δούνε τον ΠΑΟΚ, πήγαν για μπάνιο στη Χαλκιδική, πήγαν και κομμωτήριο.
Αλλά, αυτά δεν ήταν δικαιολογίες.
Όλα αυτά τα έκαναν, διότι δεν πήγαν στην πορεία.
Δεν είναι ότι δεν πήγαν στην πορεία επειδή πήγαν για καφέ.
Πήγαν για καφέ, επειδή δεν θα πήγαιναν στην πορεία.
Οπότε, η επόμενη ερώτηση ήταν γιατί δεν αποφάσισαν να μην έρθουν στην πορεία.
Και η απάντηση που έλαβα από τους περισσότερους, ήταν πολύ πιο απογοητευτική από τις προηγούμενες.
‘’Διότι, δεν πιστεύουμε πλέον πως μπορούμε να αλλάξουμε κάτι’’.
Το να αποφασίζει κάποιος να πάει για καφέ, και όχι να συμμετέχει σε έναν αγώνα διεκδίκησης του μέλλον του, επειδή θεωρεί τον καφέ πιο σημαντικό για το μέλλον του, είναι προϊόν βλακείας.
Το να αποφασίζει όμως κάποιος να πάει για καφέ, επειδή πιστεύει πως δεν μπορεί να αγωνιστεί για κάτι καλύτερο, ότι δεν μπορεί με τον αγώνα του να αλλάξει κάτι, είναι προϊόν φόβου, έλλειψη πίστεως στον εαυτό του και στη δύναμή του, και το χειρότερο από όλα, αποδοχή των ‘’αλυσίδων’’ του.
Και αυτό, είναι το χειρότερο από όλα.
Οι περισσότεροι που δεν συμμετείχαν στην πορεία, δεν ήταν τεμπέληδες.
Ούτε βολεμένοι.
Ούτε βλάκες.
Είναι απελπισμένοι άνθρωποι, που έχουν σκύψει συγκαταβατικά το κεφάλι τους, μην μπορώντας να πιστέψουν πως με τον αγώνα τους μπορεί κάτι να βελτιωθεί.
Ως κλασικοί νεοέλληνες, θεωρούν πως ‘’κάτι θα γίνει στο τέλος, και θα την σκαπουλάρουμε’’, μια ιδέα που γαλούχησε γενιές και γενιές νεοελλήνων από την μεταπολίτευση και μετά.
Αυτό που αγνοούν, είναι πως ‘’συν Αθηνά και χείρα κίνει’’.
Αυτό που αγνοούν είναι πως για να ‘’έρθει ο Μεσσίας που θα μας σώσει’’, θα πρέπει η κοινωνία η ίδια, η Ανάγκη της κοινωνίας να τον κινητοποιήσει.
Αυτό που αγνοούν είναι πως οι ίδιοι και οι αντιδράσεις τους, είναι ο κινητήριος μοχλός κάθε κοινωνικής αλλαγής, είτε αφορά κάποιον ‘’Μεσσία’’ που θα βγει στο προσκήνιο να ‘’μας σώσει’’, είτε αφορά μια γενικευμένη εξέγερση που θα φέρει την ανατροπή.
Σε αυτούς θα πρέπει όλοι μας να απευθυνθούμε.
Και να τους εξηγήσουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο.
Δεν έχουμε νικηθεί ακόμη.
Ακόμη κρατάμε την τύχη στα χέρια μας.
Αρκεί να αντιδράσουμε.
Σε κάθε ευκαιρία και κάθε στιγμή, ας αντιδρούμε συλλογικά, μαζικά και γενικευμένα.
Αυτό είναι το χρέος μας.
Αυτή είναι η υποχρέωσή μας.
Απέναντι στους εαυτούς μας, και στο μέλλον των παιδιών μας.
Ηττοπαθείς απόψεις δεν χωράνε στον αγώνα ενάντια στην επέλαση του φιλελευθερισμού στη χώρα μας.
Ούτε βεβαίως απαθείς στάσεις ζωής.
Ας το καταλάβουμε όλοι μας.
Μόνο στο δρόμο μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο.
Και μπορούμε να το καταφέρουμε.
Σχόλια που πάσχουν από ήθος και λογική του λόγου, θα διαγράφονται.
ΑπάντησηΔιαγραφή